ἐλεγκτικοῦ

ἐλεγκτικοῦ
ἐλεγκτικός
fond of cross-questioning
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… …   Dictionary of Greek

  • δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Χαραλάμπης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας, ο οποίος καταγόταν από τη Μαγνησία. Επί Σεπτίμιου Σεβήρου (193 – 210) διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, όπου τον έσερναν με χαλινάρι και, τέλος, τον αποκεφάλισαν μαζί με τους δήμιους… …   Dictionary of Greek

  • πάρεδρος — ο 1. ο αναπληρωματικός: Τα πάρεδρα μέλη του Σωματείου. 2. βαθμός στην ιεραρχία των δικαστικών και των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου: Πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας, Ελεγκτικού Συνεδρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Structure of the Hellenic Army — General Staff*Hellenic Army General Staff Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) **Chief of Staff of the Army Αρχηγός ΓΕΣ **Inspector General of the Army Γενικός Επιθεωρητής Στρατού / Διοικητής ΔΙΔΟΕΕ **1st Deputy Chief of Staff of the Army A Υπαρχηγός… …   Wikipedia

  • обличьныи — (1*) пр. Обличительный, обвинительный: и жьженьѥмь инѣмъ горкымъ быльѥмь приѡбщень˫а. телеснаго ради ицѣлень˫а приѥ(мле)мъ. тако и сде. чиновна. и ѡбличну слову. бл҃го горка запрѣщень˫а. (ἐλεγκτικοῦ) ПНЧ XIV, 151г. Ср. необличьныи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εφετείο — Δικαστήριο δευτέρου βαθμού, το oποίο δικάζει την ορθότητα των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Απαρτίζεται από πέντε δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνεται ο πρόεδρος και ο γραμματέας. Είναι αρμόδιο για τις αποφάσεις των πρωτοδικείων που… …   Dictionary of Greek

  • κακοδικία — Πρόκληση ζημίας από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω δόλου, βαριάς αμέλειας ή αρνησιδικίας. Σχετικά προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος το ειδικό δικαστήριο αγωγών κ. Το δικαστήριο συγκροτείται από τον… …   Dictionary of Greek

  • πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”